αλευρογυρίζω

αλευρογυρίζω
1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω
2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα
3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”